ημεροφαντος

ημεροφαντος
    ἡμερόφαντος
    ἡμερό-φαντος
    2
    появляющийся днем, дневной
    

(ὄναρ Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ημεροφαντος" в других словарях:

  • ημερόφαντος — ἡμερόφαντος, ον (Α) αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά φαντος, τηλέ φαντος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμερόφαντον — ἡμερόφαντος appearing by day masc/fem acc sg ἡμερόφαντος appearing by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»